- ἀποφύγῃς
- ἀποφεύγωflee fromaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποφυγῆς — ἀποφυγή escape fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγκρουση — η / σύγκρουσις, ούσεως, ΝΜΑ [συγκρούομαι] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκρούω ή τού συγκρούομαι, η πρόσκρουση μεταξύ δύο προσώπων ή πραγμάτων που έχουν διαφορετικές ή αντίθετες κατευθύνσεις 2. ρήξη, συμπλοκή νεοελλ. 1. έντονη αντίθεση,… … Dictionary of Greek
отъбѣжениѥ — ОТЪБѢЖЕНИ|Ѥ (6*), ˫А с. 1.Бегство, уход: покорениѥ наше и ѿ мира ѿбѣжениѥ. (ἡ… ἀποφυγή) ФСт XIV/XV, 34б; идѣже всѣмъ ѥсть веселноѥ жилище. идѣже… гла(с) праздьнующихъ. приимающихъ обѣщана˫а… хвалимаго ра(д) и бл҃жнаго хожени˫а. ѿбѣжень˫а ради… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άρηξις — ἄρηξις, η (Α) [αρήγω] 1. συνδρομή, βοήθεια 2. βοήθεια για αντιμετώπιση κάποιου πράγματος, μέσα αποφυγής, αποτροπής του … Dictionary of Greek
αλεξίφωτο — το Ναυτ. πέτασμα σε σχήμα τρίεδρης γωνίας, στο βάθος τού οποίου τοποθετούνται οι πλευρικοί φανοί πλεύσεως τών πλοίων έτσι ώστε να γίνονται ορατοί μόνο υπό τη γωνία που προβλέπουν οι διεθνείς κανονισμοί αποφυγής συγκρούσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός… … Dictionary of Greek
αλεωρή — ἀλεωρή, η (Α) (ο τύπος ιωνικός στην αττική διάλεκτο ἀλεωρά) 1. αποφυγή, διαφυγή 2. το μέσον διαφυγής ή αποφυγής, προστασία, άμυνα, υπεράσπιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνήθως η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. *ἀλεF ωλή (< θ. τού ρήμ. ἀλέομαι*), απ’ όπου προήλθε με… … Dictionary of Greek
αλεώριο — το Ναυτ. χαρακτηριστικό σημάδι σε επικίνδυνα αβαθή μέρη ή υφάλους. Ο όρος δεν χρησιμοποιείται πια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀλεωρή* «αποφυγή, μέσον αποφυγής». Απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. balise] … Dictionary of Greek
ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… … Dictionary of Greek
ανθρωποφαγία — Η συνήθεια ορισμένων φυλών να τρώνε ανθρώπινο κρέας. Λέγεται επίσης και κανιβαλισμός, από το όνομα που έδωσαν σε μια φυλή ανθρωποφάγων των νησιών της Καραϊβικής οι Ισπανοί κατακτητές τον 17ο αι. Τη συνήθεια της α. σε πρωτόγονους λαούς έχουν… … Dictionary of Greek
δικλίδα — και δικλείδα, η (Α δικλίς) νεοελλ. 1. βαλβίδα, γλωττίδα που επιτρέπει τη δίοδο υγρού ή αερίου μόνο προς μία κατεύθυνση 2. ναυτ. τα δύο φύλλα τής κανονιοθυρίδας, το δίφυλλο πορτέλο τής μπουκαπόρτας 3. φρ. «ασφαλιστική δικλίδα» ή «δικλίδα… … Dictionary of Greek